χρηματοκιβώτιο

χρηματοκιβώτιο
το, Ν
θωρακισμένο ερμάριο ασφαλείας για τη φύλαξη και την προστασία χρημάτων και άλλων κινητών αξιών, καθώς και πολύτιμων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + κιβώτιο. Η λ., στον λόγιο τ. χρηματοκιβώτιον, μαρτυρείται από το 1868 στον Δ. Κ. Παπαρρηγόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρηματοκιβώτιο — το ειδικό κιβώτιο για τη φύλαξη χρημάτων, κατάλληλο ερμάριο για τη φύλαξη χρημάτων: Οι ληστές δεν μπόρεσαν ν ανοίξουν το χρηματοκιβώτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… …   Dictionary of Greek

  • ιερογλωσσόκομον — ἱερογλωσσόκομον, δωρ. τ. ἱαρογλωσσόκομον, τὸ (Α) ιερό χρηματοκιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γλωσσόκομον «χρηματοκιβώτιο»] …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • απαραβίαστος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν έχει ή δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να παραβιάσει κανείς («το χρηματοκιβώτιο βρέθηκε απαραβίαστο» «το απαραβίαστο των επιστολών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + παραβιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό… …   Dictionary of Greek

  • θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… …   Dictionary of Greek

  • κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… …   Dictionary of Greek

  • κιβώτιο — το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν) μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί,… …   Dictionary of Greek

  • κόδρι(ον) — κόδρι(ον), τὸ (Α) τετράγωνο χρηματοκιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. quadrum] …   Dictionary of Greek

  • μπεζαχτάς — ο 1. πρόχειρο τραπέζι που χρησίμευε ως ταμείο σε παντοπωλείο ή οινοπωλείο 2. συρτάρι όπου φύλαγε ο παντοπώλης τα κέρδη του, πρόχειρο χρηματοκιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bezahta] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”